πολυκτέανοι

πολυκτέανοι
πολυκτέανος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυκτέανος — ον, Α αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία (α. «πατρίδα πολυκτέανον» β. «πολυκτέανοι Ῥωμαῖοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα «κτήματα, περιουσία» (< κτῶμαι, άομαι, «αποκτώ»), πρβλ. ερι κτέανος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”